Σάββατο 18 Ιουλίου 2009



ΑΙΣΘΗΣΗ

Στις λίμνες των ματιών σου
που ονειρεύονται
χαράζει η μέρα το χαμόγελο της.
Απλώνω τα χέρια
σε αγγίζω.
Η ζέστη της παλάμης σου
διαχέεται στο κορμί ,
επανέρχεται η ζωή μέσα μου.
Ο ήχος της φωνή σου
χρωματίζει την στιγμή .
Απίστευτο!
πως μια τόσο δα στιγμούλα
κρατάει τόσο πολύ!
Υπέροχη αίσθηση
η νωχελικότητα του χρόνου


ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

Μ’ αρέσει που άραξες μέσα μου
και σεργιανίζουμε παρέα
Είσαι παντού
στ΄ άσπρα σοκάκια
στα αμπέλια ,στους ελαιώνες
στα γαλάζια ακρογιάλια
στα περιβόλια της άνοιξης.
Αφήνω το κορμί μου
να βυθιστεί στα σμαραγδένια νερά
Είσαι η θάλασσα
Και εγώ
όστρακο
λικνίζομαι στην γαλάζια αγκαλιά σου
Ανοίγω κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο
Μόνο για σένα

-----------

Να ήμουν θάλασσα
Να χωράω παντού
Να χωράω τα πάντα
Ζωή ,θάνατο, έρωτες ,μίση
Ήρεμη ή αγριεμένη
Μοίρα θαλασσινή
Φως και αιωνιότητα.


ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Μεσημεριανή λιακάδα!
Φεγγοβολά η θάλασσα
Σκορπιέται ο μαγιάτικος ήλιος
σε μικρά αστράκια
χιλιάδες αστράκια
που καρφιτσώνονται
στο υδάτινο
θαλασσί φουστάνι του πελάγους
Ολομόναχη μια βάρκα
γερμένη στης άμμου
την ζεστή αγκαλιά
απολαμβάνει παιχνιδίσματα
που ζωγραφίζουν
οι φτερούγες των γλάρων
καθώς χαμηλοπετούν κοντά της
Το αεράκι χαϊδεύει το πρόσωπο
διώχνει το γκρίζο απ΄ το βλέμμα.
Ζαλίζει η άνοιξη
τον νου και τη ματιά .
Κάτω από την σκιά του Κάστρου
παιχνίδια γοητείας .
Φως και αρμύρα
Χρυσό μεσημέρι
αφαιρεί τα επιχειρήματα της θλίψης.


ΕΡΩΤΑΣ

Ο ήλιος καίει την σάρκα.
Η άμμος κολλημένη
στο μαύρο των μαλλιών.
Καίνε τα χείλη
την παλλόμενη γαλάζια φλέβα
φωλιασμένη ,
προστατευμένη
στην λευκή λακουβίτσα του λαιμού.
Φλεγόμενο το στόμα
ρουφάει
δροσερές σταγόνες
του φιλιού.
Το σώμα σου ορίζει
τον χώρο που κινούμαι.
Κατοικώ μέσα σου
Για πάντα.!



ΠΑΛΙΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ

Το χτύπημα της πένας
βαρύ πάνω στα τέλια.
Ξεδιπλώνονται οι νότες
από του τρίχορδου τα στήθη
στης νύχτας την αναμονή.
Τα δάχτυλα κροταλίζουν στον αέρα ,
κύμα ακαταλάγιαστο
το μεράκι
παρασύρει τον νου, το κορμί.
Αφήνομαι.
Τα πόδια χαράζουν βήματα κυκλωτικά
στο μονοπάτι της θλίψης.
Το χτύπημα των χεριών
Ρυθμικά κρατεί το ίσο.
Ακολουθούν τα βήματα στρωτά, κοφτά,
πατώ ζερβά ,δεξιά
ξεγελώ …..ξεφεύγω του πόνου.
Στροβιλίζομαι .
Ανοίγω τα χέρια ,
φτερούγες λευκές αιωρούνται,
στο κενό του χρόνου,
εξωραΐζουν την σκιά της απουσίας.
Σφαλίζω τα βλέφαρα
μην διαφύγει το δάκρυ
αυθάδικο κυλάει στο μάγουλο, αργά
σταματώντας στα χείλη ,αλμυρό.
Ένας λυγμός κείτεται
στο καλογυαλισμένο παρκέ
τον φέρνω βόλτα
πατώ στα σκόρπια, ματωμένα γαρύφαλλα,
Σκηνικό φωτιάς
προετοιμασμένο, προσαρμοσμένο
στην ιεροτελεστία της ψυχής
για τον αποχαιρετισμό
στον φόβο του θανάτου.




ΑΠΟΗΧΟΣ

Απομεσήμερο μεταξένιο
στο κατάλευκο λιμάνι.
Αποχαιρετισμοί,
βαρκούλα η ψυχή
με λευκά πανιά,
παράθυρα ορθάνοιχτα
στο πέλαγο.
Λικνίζονται, ζαλίζεται
απ’ το ατέλειωτο πήγαινε-έλα
της θάλασσας.
Όλα την πλαισιώνουν,
δεν είναι απλά
ένας θεατής,
είναι κομμάτι
των όσων συμβαίνουν.
Δεν θα σε αποχαιρετίσω.
Ακουμπώντας στην κουπαστή
κλείνω τα μάτια,
αφήνομαι
στον γλυκά βασανιστικό
ήχο της νοσταλγίας.
Θα με ακολουθεί καιρό
εξωραΐζοντας τα μουντά πρωινά
της καθημερινότητας.


ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

Σύννεφο λευκό, απλωμένο νωχελικά
στο γαλάζιο του ουρανού
η αγκαλιά σου.
Μέσα στην γαλήνη της θα χαθώ,
μαζί με τα όνειρά μου
Αραξοβόλι θα οδηγήσω
το καράβι της ψυχής μου
Χορδές τεντωμένες
οι αισθήσεις στην αναμονή.
Παράθυρο ορθάνοιχτο στην απεραντοσύνη
το κορμί περιμένει
να ‘ρθεις
ήλιος του καταμεσήμερου,
καυτός
να πυρπολήσεις τον ιστό της μοναξιάς
που κρατάει την ψυχή πλεγμένη στο αδιέξοδο.
Μην αργείς καρδιά μου !
Μόνο εσύ μπορείς
με ένα βλέμμα σου, να ανάψεις τα φώτα
στην μεγάλη σάλα του σύμπαντος.
Κάτω από το φεγγαρόφωτο
θα περπατήσουμε πλάι –πλάι
στην νοτισμένη αμμουδιά.
Ένα τυχαίο άγγιγμα
στο γυρισμένο μανίκι
του λευκού πουκάμισου,
κρεμασμένο μισοφέγγαρο στο μπράτσο σου
φτερούγα ανοιγμένη
θα φυλακίσει το κορμί.
Ακουμπώ στον λαιμό σου
νοιώθω στο στήθος σου
να χτυπά η καρδιά του κόσμου.
Η σάρκα σου πάλλεται ζεστή
ήρεμη φωτιά γλυκαίνει την ψύχρα της νυχτιάς.
Με παρασύρει η μέθη της μυρωδιάς του κορμιού σου ,
ανακατεμένη με την φρεσκάδα φρεσκοπλυμένου πουκάμισου.
Γίνομαι ένα μ’ εσένα
τα κορμιά μας διαπερνάει το καλοκαιρινό αεράκι
Σκιρτώ.
Το νοιώθεις
Με σφίγγεις πάνω σου
Ωραίος ,χαμογελαστός, αγέρωχος .
Κοίταξε με στα μάτια
Όπως εσύ ξέρεις
χάνομαι ,βυθίζομαι στην ατέλειωτη
ερωτική περιπέτεια των ματιών μας.
Τίναξε τις φτερούγες σου
πάρε με μαζί σου
μακριά
από την θλίψη του κόσμου.






Ο ΤΟΠΟΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Μεθυσμένη η καρδιά από
χρώματα, ήχους, μυρωδιές,
ανοίγει τα δωμάτια της ψυχής
να έρθουν οι μνήμες
γνώριμες, αγαπημένες.
Διανεμίζονται ολόγυρα,
ήχοι διάφανοι
σαν την μελωδία του νερού,
που κυλάει γοργά στο πέτρινο ρυάκι
ξεπλένοντας το γκρίζο
από τις στάχτες των ονείρων.
Σαν τον ήχο του αέρα
που σιγοσφυρίζει
ανάμεσα στα φυλλώματα των δένδρων,
λικνίζοντας τα ξανθά σπαρτά
στο άγγιγμά του.
Σαν τις αηδονολαλιές
που αιωρούνται ανάμεσα
στα φύλλα του πλάτανου την αυγή,
και τον ήχο της αξίνας την στιγμή που χτυπά το χώμα
Πόσο γλυκά αναστατώνει τον νου
η πικρή μυρωδιά της σκαμμένης γης,
του ζεστού ψωμιού στον πέτρινο φούρνο.
Των κατιφέδων και του νυχτολούλουδου
που κρέμονται
στις ασβεστωμένες μάντρες των σπιτιών.
Κερασιές ανθισμένες
Σκόρπιες παντού
Τα λουλούδια τους
λευκά φιλντισάκια
κρεμασμένα σκουλαρίκια
στον λοβό της γης.
Μια ανοιξιάτικη βροχή
πέφτει αθόρυβη, βελούδινη διαύγεια
ποτίζοντας
την απέραντη ,θάλασσα των χαμομηλιών.
Νυχτώνει
βαραίνει η σκιά του βουνού
Αγέρωχο ..
μάρτυρας των μαχών,
των συλλογισμών των καπεταναίων.
Οι ίσκιοι των νεκρών
ξαποσταίνουν στα γέρικα κορμιά
των δένδρων.
Τα έλατα φτάνουν στα σπίτια
Αστράφτουν οι κορφές τους
στο ασημένιο φως της σελήνης.
Χλωμά τα φώτα των καντηλιών στο κοιμητήριο
τρεμοπαίζουν στο νυχτερινό αεράκι
φαναράκια των ψυχών
Οι νεκροί.! Οι δικοί μας νεκροί.!
Ο άνεμος φέρνει κουβέντες , τραγούδια ,
βήματα από το παρελθόν.
Τίποτα δεν μπορεί να κόψει την ψυχή
απ’ τις ρίζες της
Ούτε ο θάνατος!



ΕΠΑΙΤΕΣ

Ας’ τους αυτούς ψυχή μου
Επαίτες
στο κανάλι της εξουσίας.
Φορούν
την πορφυρή χλαμύδα
χωρίς αυτήν
μένουν απελπισμένοι
μόνοι.
Άδεια ζωή, άχρωμη
ένα τίποτα
που τους θανατώνει.
Οι τυμπανοκρουσίες
που αναζητούν
δηλώνουν
την αγωνία να διατηρήσουν
αυτά που ύπουλα
άρπαξαν.
Την αλαζονεία τους για εξουσία.
Την ίδια την ύπαρξή τους.



ΜΕΡΕΣ ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΕΣ

Ταξιδιάρικες μέρες
τρέχουν μέσα στον χρόνο
περνούν βιαστικές
μπροστά σ το ιδρωμένο τζάμι του παλιού καφενείου,
όμοιες με τα γκρίζα σύννεφα
του φθινοπωρινού ορίζοντα.
Κίτρινα βρεγμένα φύλλα οι αισθήσεις
πεσμένα στο νοτισμένο πεζοδρόμιο .
Θέλω να περπατήσω στην βρεγμένη πλατεία
λυσσομανάει η όστρια
σιγανό ψιχάλισμα
νότα μελωδική
συντροφεύει την μελαγχολία των βημάτων.
Γκρίζο το σκηνικό της Πόλης
πλανεύει την ματιά
Παραδομένη στις φθινοπωρινές γητειές της
άπλωσα το χέρι να σου δείξω.....μα...δεν ήσουν πλάι μου.



ΛΙΜΑΝΙ
Ήρθε κι άλλο πλοίο
Γυαλίζουν τα φινιστρίνια
μικροί ήλιοι
στις χρυσές ανταύγειες
του δειλινού.
Ότι αναζητώ ίσως με περιμένει
εκεί
στο υδάτινο δωμάτιο
με τα μεγάλα όστρακα.
Ένας μικρός πλανόδιος
πουλάει κίτρινα φαναράκια
μου χαμογελάει,
κλείνει το μάτι
θα έρθει…..θα έρθει.
Μάταια !
Περιμένω το επόμενο πλοίο
εδώ στην προκυμαία
παρεούλα
με το φαναράκι της ψυχής
αναμμένο
μη και δεν με δεις
και προσπεράσεις .
Αλλιώς
θα κλειστώ
στο μεγάλο όστρακο
λευκό μαργαριτάρι
περιδέραιο
της λησμονιάς .






Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009



ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Μισάνοιχτη η πόρτα του κήπου
στο απέραντο του αβάσταχτου
Τα μαύρα κάγκελα δεν εμπόδισαν
το πέρασμα του κορμιού
στον οικείο χώρο,
άσυλο της ψυχής.
Εξαντλημένη από την αναμονή
επιμένοντας στο ανεκπλήρωτο,
ακολουθεί τα ίχνη της θλίψης
στον φθινοπωρινό καμβά του κήπου.
Φυλλορρόημα η ζωή
τα πεσμένα κίτρινα φύλλα
απουσία ,σιωπηρότητα , τίποτα.
η πραγματικότητα .
Σκόρπια στην νοτισμένη γη
η βροχή θα τα θάψει,
στα σπλάχνα της.
θα με βρεις, εδώ
να περιμένω
την καινούργια ζωή,
την αναγέννησηστον κήπο της μοναξιάς.


ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Την νύχτα αυτή
καθόμαστε αντίκρυ
βυθισμένες στο μελένιο θάμπος της σάλας.
Κάτω απ’ το τρεμάμενο φως
των κεριών
θα κοιταχτούμε
στα μάτια.
Σου χαρίστηκα!
Ολιγώρησες !
Ήρθε
η ώρα της απογραφής
των μικρών μα σημαντικών
που χρόνια
πεισματικά μου αρνήθηκες,
για να ζήσω.
Χάρισες απλόχερα
πόνο
άναστρες νύχτες
αξημέρωτες.
Η καρδιά όμηρος
στου σκοταδιού την μελανότητα.
Δεν μιλάς.
Τσιγάρο της λήθης
κρεμάστηκε στα μισάνοιχτα χείλη.
Φυσάς τον καπνό
στο πρόσωπό μου
Θαμπώνεις τον ορίζοντά μου
Άρρηκτο το δέσιμό μας
είμαστε αναπόσπαστες
μια , μοναδική συντροφιά
μοναξιά μου !





ΟΝΕΙΡΑ

Τα όνειρα ,
γλάροι
με ανοιχτές φτερούγες ,
κόντρα στο λιοπύρι του μεσημεριού.
Βλέπεις,
κάτω απ΄ το θάμπωμα των ματιών
με το χέρι αντήλιο
τα λευκά φτερά τους.
Ζυγίζονται πάνω στον χρόνο
πάνω στο γαλάζιο.
Ακολουθούν απαλά τον μαΐστρο
στον θαλασσί ορίζοντα
των ταξιδιών μας .



ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Κρεμάστηκε ο ήλιος
στην άκρη του πρωινού
Λεπίδες ηλιόχρωμες
τα’ ατσαλένια φτερά
διασαλεύουν την γαλάζια σιωπή του αιθέρα.
Το βλέμμα στο τζάμι μετρά τους ορίζοντες
Ουρανός – θάλασσα
Πινελιές σπαρμένες
στον απέραντο θαλασσί καμβά
τα νησιά.
Αιγαίο !
Πέλαγος αγαστό !
Στην άκρια του
όστρακο φιλντισένιο
λουσμένο στα χρώματα του πρωινού
λικνίζεται στην αγκαλιά των αρχαγγέλων
νησί πλανεμένο στις μελωδίες του Νότου
τις μυρωδιές της Ανατολής.
Πετράδι του αρχιπελάγους !
Τα φτερά χαμηλώνουν
στης θάλασσας την άκρη
η καρδιά παραδίνεται
στην γλυκιά αίσθηση της προσδοκίας
στην μοναδικότητα
της στιγμής
της αναμονής
για το άγνωστο.






ΟΔΥΝΗ

Σε ξωκλήσι λησμονημένο
πάνω σε γκρίζο βράχο
σιγόκλαιε η οδύνη
για τα όνειρα του χτες.
Ποια μάννα είναι η Παναγιά
ποια αδερφή φιλεί
του Χριστού τα ματωμένα πόδια
ποιος σύντροφοι
είναι ο Εσταυρωμένος
Ακούτε τον γρέγο
πως λυσσομανά
όλη νύχτα
σμιλεύοντας τα βράχια !
Το χάραμα
Κάτω από το
θαμπό άστρο του πρωινού
θα φανεί
χαραγμένο το όνομά του.



ΠΑΡΘΕΝΙ

Το Παρθένι κοιμάται
Μείναμε σύντροφε
πληγωμένοι ,νικημένοι
μόνοι να γιατρέψουμε τις πληγές
στο κορμί , στην ψυχή.
Φυσάει ένας άγριος αγέρας
μα σε μια πιθαμή ανασαίνουμε ελεύθερα.
Ο ήλιος ανεβαίνει αργά απ’ τα βάθη της θάλασσας
Μια μικρή αχτίδα πρωινού
περνάει δειλά μέσα
από την χαραμάδα
του κλειστού παραθυρόφυλλου.
Ανασαίνεις βαριά κάτω από την βρώμικη κουβέρτα
Φοβάσαι το ξημέρωμα
Το χέρι του δήμιου θα τραβήξει
άλλο ένα όνομα
στο κρυφό χαρτί του θανάτου
Την αυγή το ουρλιαχτό
Θα ανάψει φωτιές,
χιλιάδες φωτιές
να κάψει της νιότης μας
τα όνειρα.



ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Μαύρη του θανάτου η θωριά
σκέπασε ετούτη την γη.
Ερμητικά κλειστές
της ζωής οι πόρτες.
Μάτια αγρύπνιας
λαχταράνε
μια χαραμάδα ήλιου.
Κορμιά ,σκοτεινά κελιά
κρύβουν τους λυγμούς των ψυχών.
παλεύουν με τις ώρες ,τον πόνο,
την απόγνωση.
Άγριος άνεμος
λύγισε το ανάστημά τους
ίσαμε την γη.
Όνειρα θαμμένα
κάτω απ’ τα άρβυλα των φαντάρων
περιμένουν καρτερικά
την επόμενη περπατησιά
να δραπετεύσουν
πέρα απ’ αυτήν την άκρη του νησιού.
Εδώ το σκοτάδι έδιωξε το φως
και πως να ανθίσουν.


ANAMONH

Περίμενα....

ν΄ακούσω την φωνή,

να αφουγραστώ το βήμα.

Κρεμάστηκε η ματιά μου

στο παράθυρο.

Αναμονή......

Χαμογέλασε πονηρά

το φεγγάρι

και κρύφτηκε

στο μαύρο συννεφάκι.

Χάθηκες........

ΑΡΓΟΠΟΡΙΑ

Αυτά που δεν είπαμε
πονάνε
Αυτά που δεν μοιραστήκαμε
κρεμάστηκαν
στα αγκάθια του παρελθόντος
Αργοπορήσαμε.
Απέραντη η απόσταση
από το τέλμα της ψυχής μου μέχρι το κορμί σου.

ΔΙΑΦΑΝΗ ΣΤΙΓΜΗ


Ταξιδεύει το βλέμμα
Από το ανοιχτό παράθυρο
στο απέραντο του ουρανού
Λευκό σύννεφο απλωμένο
στον μενεξεδί ορίζοντα
πλανιέται στο χρυσαφένιο απόγευμα.
Έρωτας – φως
Αρχή –τέλος
Το πλοίο γλιστρά απαλά
έξω από το λιμάνι
Έτσι απαλά
γλιστράει η ψυχή μου
από τα χέρια σου
Τρεμοπαίζει το δάκρυ
στην άκρη του ματιού
μέχρι να κυλήσει
και να φωλιάσει
στην βαθιά ρυτίδα της απουσίας.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Χαμόγελα της μοναξιάς


ΣΤΑΘΜΟΙ
Οι σταθμοί των τρένων
δεν ανήκουν σε κανέναν
απλά τους δανειζόμαστε για κάποιες ώρες.
Φευγαλέο μέρος της διαδρομής μας.
Ζωές αδιάφορες,
ακουμπισμένες στις πλατφόρμες
ξεκουράζονται ,καπνίζοντας.
Στο τσιμέντο της αποβάθρας
ιστορίες ξεχασμένες ,στοιχειωμένες
βυθισμένες στην άχλη του καπνού,
υποταγμένες στην απόλυτη κυριαρχία
της εγκατάλειψης.
Λυγμοί τρεμοπαίζουν στα στήθια
αυτών που φεύγουν, αυτών που μένουν.
Απ΄ τις άδειες ράγες
έρχεται η πρώτη ειδοποίηση
της άφιξης του τρένου.
Οι αγκαλιές μεγαλώνουν
να χωρέσουν μέσα τους
την στιγμή της κορύφωσης
το τέλος!
Χέρια απλωμένα στο κενό
φτερούγες, που αδημονούν
να αγκαλιάσουν κορμιά έρημα
τσακισμένα από την επέλαση του αποχωρισμού
Η ισχύ της αδιατάρακτης άφιξης του τρένου
συνθλίβει τις στιγμές.
Αδειάζει η αποβάθρα.
Μόνες οι αγκαλιές.
Γκρίζα σιωπή βαραίνει τα σώματα
Ωχρά αγάλματα μπροστά στα βαγόνια
στέκουν
σαν Καρυάτιδες που λιτανεύουν
στην νεκρότητα του χρόνου.
Και συ ογκώδης επιβάτης
θορυβοποιός,
ρωτάς επίμονα για στάσεις και διαδρομές.
Μάταιες αναζητήσεις !
Ενταφιάζεις τις συγκινήσεις της άγνωστης διαδρομής
λιποτακτώντας από το σπουδαίο της ζωής .